- σιχαμερός
- -ή, -ό, Ναυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός.επίρρ...σιχαμερά Νμε σιχαμερό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχ-ερός, ζουμ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιχαμερός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί σιχασιά: Βρέθηκε μπροστά σε ένα σιχαμερό θέαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιχαδερός — ή, ό, Ν σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιχαμερός, πιθ. διαλεκτικός] … Dictionary of Greek
τρισβδέλυκτος — ον, Α πάρα πολύ σιχαμερός, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυκτός «βρομερός, σιχαμερός» (< βδελύσσω)] … Dictionary of Greek
τρισβδέλυρος — ον, Α πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυρός «σιχαμερός»] … Dictionary of Greek
υπομύσαρος — ον, Α ο κάπως σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυσαρός «βδελυρός, σιχαμερός»] … Dictionary of Greek
αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα … Dictionary of Greek
αηδιαστικός — ή, ό [αηδιάζω] αποκρουστικός, σιχαμερός, αυτός που προκαλεί αηδία … Dictionary of Greek
αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί τάση για εμετό, αηδιαστικός, σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγουλιαστός < αναγουλιάζω] … Dictionary of Greek
αποπομπαίος — ἀποπομπαῑος, α, ον (Α) [αποπομπή] 1. ο αποδιοπομπαίος* 2. αυτός που απομακρύνει το κακό 3. σιχαμερός, βδελυρός … Dictionary of Greek
βδελυκτός — βδελυκτός, ή, όν (AM) [βδελύσσομαι] εκείνος που προκαλεί αηδία, ο σιχαμερός μσν. ανόσιος, ανίερος … Dictionary of Greek